- σωλήνας
- Μακρουλό και διάτρητο σώμα όπως το καλάμι: σιδερένιος σ., σ. πυροβόλου, σ. καπνοσύριγγας κλπ. Επίσης πεπτικός σ. καθώς και ένα είδος οστρακόδερμου.
Οι σωλήνες χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη βιομηχανία για πολλαπλές χρήσεις. Στη φωτογραφία, γιγαντιαίοι σωλήνες στο λιμάνι Μαπούτο της Μοζαμβίκης χρησιμοποιούνται για τον ταχύτατο ανεφοδιασμό των πλοίων με υγρά καύσιμα, κυρίως εκείνων που κατευθύνονται ή προέρχονται από την Ασία.
Το εργοστάσιο σωληνουργίας «Κόρους» στην Αγγλία (φωτ. ΑΠΕ).
* * *ο / σωλήν, -ῆνος, ΝΜΑ και σωλήνα, η, Ν1. κυλινδρικός επιμήκης αγωγός από μέταλλο ή άλλο υλικό για τη διοχέτευση υγρών ή αερίων (α. «σωλήνες ύδρευσης» β. «σκύτινος σωλήν», Στράβ.γ. «κράμεοι σωλῆνες», Πλούτ.δ. «τὸ ὕδωρ ὀχετευόμενον διὰ σωλήνων παραγίνεται εἰς τὴν πόλιν», Ηρόδ.)2. η κοιλότητα τής σπονδυλικής στήλης3. ζωολ. είδος μαλακίουνεοελλ.1. τεχνολ. κυλινδρικό και με σταθερή, κατά κανόνα, διατομή στοιχείο ενός αγωγού, ο οποίος χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ενός ρευστού και για την ασφαλή τοποθέτηση καλωδίων, όπως συμβαίνει λ.χ. με τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις2. (πετρογρ.) βαθύ κυλινδρικό ή χοανοειδές μεταλλοφόρο σώμα που σχηματίστηκε είτε ως ηφαιστειακός λαιμός είτε στις θέσεις προϋπαρχόντων κατακόρυφων ρηγμάτων τα οποία διευρύνθηκαν από το ανερχόμενο μαγματικό υλικό, αλλ. σωληνοειδής ή σωληνόμορφη φλέβα3. ανατ. πόρος, αγωγός, κοιλότητα μικρής διατομής με κυλινδρικό σχήμα (α. «πεπτικός σωλήνας» β. «αναπνευστικός σωλήνας»)4. φρ. α) «ηχητικός σωλήνας»φυσ. κλειστός στα δύο άκρα σωλήνας στον οποίο οδεύουν ηχητικά κύματαβ) «σωλήνας θερμότητας»τεχνολ. διάταξη που είναι κατάλληλη για τη μεταφορά θερμότητας σε μεγάλες αποστάσεις υπό σχετικά χαμηλή διαφορά θερμοκρασίας, αλλ. θερμοσωλήναςγ) «καθοδικός σωλήνας»τεχνολ. βλ. καθοδικόςδ) «σωλήνας Πιτό»φυσ. τύπος ανεμομέτρουε) «σωλήνας ροής»φυσ. περιοχή τού χώρου που περιβάλλεται από το σύνολο τών δυναμικών γραμμών πεδίου οι οποίες διέρχονται από ορισμένη κλειστή γραμμήστ) «τριχοειδής σωλήνας»φυσ. σωλήνας με πολύ μικρή εσωτερική διάμετροαρχ.1. αυλάκι, διώρυγα2. κυλινδρική θήκη, νάρθηκας για μέλος τού σώματος που έχει υποστεί κάταγμα3. το ανδρικό μόριο4. στον πληθ. οἱ σωλῆνεςαυλακωτές τροχιές («σωλῆνες καταπελτῶν», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος έχει σχηματιστεί πιθ. από έναν αμάρτυρο τ. *σωλος με το επίθημα -ήν (πρβλ. κωλ-ήν, πυρ-ήν). Η σύνδεση τής λ. με τους τ. σῦριγξ και σαυρωτήρ δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.